Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Το «τέλος του παιχνιδιού» για την Ευρωπαϊκή Κρίση Χρέους

αναδημοσίευση από την σελίδα http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/-l–r——2013021788855/  μέσω του http://wwwpraxisred.blogspot.com/2013/02/blog-post_19.html


eurorings
Στη νουβέλα του «το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» (Crónica de Una Muerte Anunciada στα Ισπανικά), Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ξεκινάει από το τέλος της ιστορίας, αποκαλύπτοντας σταδιακά τα γεγονότα που οδήγησαν σε μία δολοφονία. Η μη-γραμμική αφήγηση δημιουργεί ασυνήθιστη ένταση. Με την κατάληξη να είναι ήδη γνωστή, τα μόνα που παραμένουν ασαφή είναι τα βήματα τα οποία οδήγησαν στην τραγωδία. 

Το πιθανότερο «τέλος του παιχνιδιού» για την Ευρωπαϊκή κρίση χρέους, είναι ήδη γνωστό – η de facto αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους και η μεγαλύτερη ενοποίηση. Ωστόσο, τα ακριβή γεγονότα που θα οδηγήσουν σε αυτό το φινάλε είναι άγνωστα. Η ιστορία εκτυλίσσεται ανάποδα.
Τα Ευρωπαϊκά Προβλήματα ….
Τα προβλήματα της Ευρώπης είναι πλέον πιστοποιημένα. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν υψηλά, και σε πολλές περιπτώσεις, μη βιώσιμα επίπεδα χρέους, σε συνδυασμό με ένα σύμπλεγμα από πιέσεις διαρκειών και αξιολογήσεων.
Τα δημόσια οικονομικά είναι αδύναμα. Οι Ευρωπαϊκές τράπεζες είναι εκτεθειμένες στον αδύναμο τομέα των ακινήτων ή στο δημόσιο χρέος. Οι διεκδικήσεις των τραπεζών της ευρωζώνης στον δημόσιο τομέα κυμαίνονται μεταξύ 13% και 38%.
Όντας ήδη υποτονικοί και πριν από την κρίση, οι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ευρώπη είναι πολύ χαμηλοί για να διατηρήσουν τα σημερινά επίπεδα χρέους. Σε παγκόσμιο επίπεδο, πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν διαθέτουν βιώσιμη διάρθρωση χρέους.
Μετά τις αποκαλύψεις για τα προβλήματα της Ελλάδας το 2009, έχει αυξηθεί η εξονυχιστική έρευνα των επενδυτών γύρω από τη θέση της Ευρώπης. Αρκετά κράτη έχουν χάσει την πρόσβαση στις εμπορικές πηγές χρηματοδότησης. Το κόστος δανεισμού τους έχει αυξηθεί σε αντιοικονομικά επίπεδα.
Η διάσωση κατέστη αναγκαία για Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία. Η Ισπανία πρόκειται να λάβει χρηματοδότηση για την στήριξη του τραπεζικού της συστήματος. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει αναγκαστεί να χρηματοδοτήσει έθνη και τράπεζες, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος αθέτησης πληρωμών.
Η κρίση έχει αποκαλύψει ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο είναι βασισμένο στις δημόσιες δαπάνες και τις υπηρεσίες πρόνοιας, δεν είναι βιώσιμο με βάση το σημερινό ρυθμό ανάπτυξης και τη φορολογία. Έχει επίσης αναδείξει την ακαμψία  του ενιαίου επιτοκίου και του ενιαίου νομίσματος το οποίο περιορίζει τις επιλογές πολιτικής. Έχει φέρει στην επιφάνεια τις περίπλοκες σχέσεις αλληλεξάρτησης που επιτρέπουν την ταχεία μετάδοση των οικονομικών πιέσεων. Έχει αποκαλύψει την απουσία θεσμικών ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση μίας κρίσης, επειδή το όλο πλαίσιο της ΕΕ υπέθετε ότι δε θα μπορούσε να συμβεί.
Ευρωπαϊκές Λύσεις…
Οι απαιτούμενες πολιτικές λύσεις έχουν παραμείνει αμετάβλητες από την αρχή της κρίσης –μείωση του χρέους, προσωρινή χρηματοδότηση για οντότητες που έχουν χάσει την πρόσβαση στην αγορά, και ανακεφαλαιοποίηση των επηρεασμένων τραπεζών. Σχεδόν δύο χρόνια εντός κρίσης, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν αρχίσει να απευθύνονται σε κάθε έναν από αυτούς τους τομείς.
Η μείωση του χρέους μπορεί να επιτευχθεί μέσω της λιτότητας (κατεύθυνση των εσόδων προς την αποπληρωμή του χρέους) ή μέσω της αναδιάρθρωσης του χρέους (εκούσια διαγραφή ή αθέτηση). Τα μέτρα λιτότητας κατοχυρώνονται στο δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο απαιτεί από τα μέλη της ευρωζώνης να μειώσουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού σε κάτω από 3% ανά έτος και την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) σε όχι μεγαλύτερη από 60%.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει αναλάβει την αναδιάρθρωση του χρέους για την Ελλάδα, κατ’ ευφημισμό γνωστή και ως PSI (Private Sector Involvement – Συμμετοχή του Ιδιωτικού Τομέα), διαγράφοντας 100 δις Ευρώ χρέους.
Το Νοέμβριο του 2012, η ΕΕ δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει περαιτέρω διαγραφές χρεών για να παράσχει πρόσθετη ελάφρυνση χρέους στην Ελλάδα. Με το 60-70% του ελληνικού χρέους να κατέχεται τώρα από επίσημες υπηρεσίες (κυβερνήσεις, την ΕΚΤ, ευρωπαϊκά ταμεία διάσωσης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο («ΔΝΤ»)), η αναγνώριση των ζημιών ήταν πολιτικά δύσκολη. Αντ’ αυτού, χρησιμοποιήθηκε η επαναγορά του χρέους (που παρέδωσε μεγάλο κέρδος στα hedge funds (αντισταθμιστικά αμοιβαία κεφάλαια) και χαμηλότερα τοκομερίδια (κουπόνια) και μεγαλύτερες διάρκειες υφιστάμενου χρέους.
Η «φαντασία» του μηδενικού τοκομεριδίου για το ελληνικό χρέος, επέτρεψε στην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ να τιμήσει την υπόσχεσή της ότι οι Γερμανοί δεν θα υποστούν απώλειες από το σχέδιο διάσωσης. Σε παρόμοιες περιπτώσεις ελάφρυνσης του χρέους σε άλλες χώρες υπάρχει αντίσταση, καθώς η περίπτωση της Ελλάδας είναι διαφορετική.
Η ΕΕ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ έχουν συνεργαστεί για να παρέχουν στήριξη της ρευστότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού για τις ασθενέστερες χώρες.
Οι παροχές περιλαμβάνουν τα κεφάλαια διάσωσης – το ΕΤΧΣ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) το οποίο πρόκειται να αντικατασταθεί από τον ΕΜΣ (Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας). Η ΕΚΤ έχει τον ELA (Μηχανισμός Παροχής Έκτακτης Ρευστότητας), την LTRO (Πράξη Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης), το SMP (Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων) και το νέο OMT (πρόγραμμα Αγοράς Κρατικών Ομολόγων). Η ΕΕ έχει συμφωνήσει στην έννοια μίας τραπεζικής «ένωσης».
Οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες φαίνεται να έχουν εμμονή με τα ακρωνύμια. Πιστεύουν ότι η κατάλληλη αλληλουχία γραμμάτων μπορεί να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Δυστυχώς, η απάντηση αυτή είναι ανεπαρκής.
Το χρέος λιτότητας είναι αυτοκαταστροφικό. Οι περικοπές δαπανών και οι αυξήσεις φόρων οδηγούν σε συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, αυξάνοντας το έλλειμμα του προϋπολογισμού, καθώς και το χρέος. Τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας απλά επιδεινώνουν τον αρνητικό φαύλο κύκλο, καθώς η οικονομία βυθίζεται σε βαθιά ύφεση με αυξημένη ανεργία.
Η διαγραφή του χρέους οδηγεί σε μεγάλες απώλειες για τις τράπεζες και τους επενδυτές. Αυτό απαιτεί κυβερνητική στήριξη, ώστε να διατηρηθεί η ακεραιότητα του συστήματος πληρωμών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυξάνοντας τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος.
Η ελάφρυνση του χρέους περιπλέκεται από το γεγονός ότι οι διεκδικήσεις είναι διασυνοριακές. Ένα μεγάλο μέρος των περιφερειακών κρατικών ομολόγων, το κατέχουν τράπεζες και επενδυτές στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Φινλανδία και το Λουξεμβούργο. Αυτά τα κράτη αντιστέκονται στις διαγραφές, φοβούμενα την αποσταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών τους συστημάτων.
Ακόμη, οι πολιτικές αυτές αποτυγχάνουν ως προς τη βελτίωση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Χωρίς την επιλογή της υποτίμησης του νομίσματος, οι πληγείσες χώρες είναι αναγκασμένες να μειώσουν τις δαπάνες, κάτι που επιτείνει τη μείωση της δραστηριότητας.
Και δε φτάνει μόνο αυτό…
Ο Πίνακας Αποτελεσμάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2012, υπολόγισε ότι μεταξύ Οκτωβρίου 2008 και Δεκεμβρίου 2011, και τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ προσέφεραν στις τράπεζες βοήθεια της τάξης του 1,6 τρις ευρώ (περίπου 13% του ΑΕΠ της ΕΕ) για την ενίσχυση της ρευστότητας, του κεφαλαίου και την απομάκρυνση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων από τους ισολογισμούς. Από το 2011, έχει παρασχεθεί περαιτέρω βοήθεια στις τράπεζες. Υπήρξε και επιπλέον βοήθεια από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ για τράπεζες αλλά και κράτη. Αν συμπεριληφθεί και αυτή, τότε το συνολικό ποσό της βοήθειας μέχρι στιγμής, πλησιάζει τα 3,5 τρις ευρώ (30% του ΑΕΠ), που αντιστοιχεί σε 7.000 ευρώ ανά πολίτη της ΕΕ.
Ωστόσο, οι χρηματοδοτικοί πόροι που απομένουν για την αντιμετώπιση της κρίσης μπορεί να είναι ανεπαρκείς. Τα ποσά που διατίθενται δεν έχουν αλλάξει εδώ και δύο χρόνια, και δεν υπάρχει καμία όρεξη για αύξηση των δεσμεύσεων.
Ο ΕΜΣ έχει συνολική δανειοδοτική ικανότητα της τάξης των 500 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η συμφωνημένη χρηματοδοτική βοήθεια για την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, με τη μορφή δανείων και εγγυήσεων, είναι περίπου 294 δις ευρώ. Με περίπου 102 δις να προέρχονται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ για τη διμερή βοήθεια της Ελλάδας, τα 192 δις προβλέπονται από το ΕΤΧΣ, το οποίο πρόκειται να απορροφηθεί από τον ΕΜΣ. 100 δις Ευρώ έχουν δεσμευτεί στην Ισπανία για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού της τομέα. Αυτό αφήνει τον ΕΜΣ με διαθέσιμη δανειοδοτική ικανότητα της τάξης των 208 δις Ευρώ.
Υπάρχουν αυξανόμενοι περιορισμοί στη συμμετοχή του ΔΝΤ, ενισχύοντας τον ΕΜΣ.
Η Ελλάδα, η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία μπορεί να χρειαστούν περαιτέρω βοήθεια, καθώς οι οικονομίες τους παραμένουν αδύναμες και η χρηματοδότηση της αγοράς δεν είναι διαθέσιμη ή είναι υπερβολικά ακριβή. Επίσης, είναι πιθανό να χρειαστούν πρόσθετη χρηματοδότηση για την κάλυψη των ληξιπρόθεσμων χρεών και για των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού.
Η Ισπανία και η Ιταλία μπορεί να χρειαστούν προγράμματα βοηθείας. Η Ισπανία έχει χρέος 800 δις (74% του ΑΕΠ). Η Ιταλία έχει χρέος 1.9 τρις (121% του ΑΕΠ). Και οι δύο χώρες έχουν σημαντικά ληξιπρόθεσμα χρέη στο εγγύς μέλλον. Η Ισπανία έχει υποχρεώσεις αποπληρωμής αρχικού κεφαλαίου και τόκων, της τάξης των 160 δις το 2013 και των 120 δις το 2014. Η Ισπανική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης της τάξης των 260 δις για το 2013. Η Ιταλία έχει υποχρεώσεις αποπληρωμής αρχικού κεφαλαίου και τόκων, της τάξης των 350 δις το 2013 και των 220 δις το 2014.
Ένα σημαντικό πρόβλημα είναι η φυγή κεφαλαίων από τις ευρωπαϊκές χώρες της περιφέρειας. Οι τράπεζες της περιφέρειας έχουν χάσει μεταξύ 10% και 20% των καταθέσεών τους, αντανακλώντας την ανησυχία σχετικά με τη φερεγγυότητα και τον κίνδυνο μετατροπής του νομίσματος.  Μπορεί να χρειαστούν πρόσθετοι πόροι για την χρηματοδότηση ενός συστήματος εγγύησης καταθέσεων, ώστε να σταματήσει η φυγή κεφαλαίων.
Οι συνολικές τραπεζικές καταθέσεις στην Ευρώπη αντιστοιχούν περίπου σε 8 τρισεκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένων 6 τρις ευρώ ιδιωτικών καταθέσεων. Γύρω στο 1,5 με 2 τρισεκατομμύρια αυτών των καταθέσεων βρίσκονται σε τράπεζες των περιφερειακών χωρών. Ένα αποτελεσματικό σύστημα καταθέσεων θα χρειαζόταν να καλύπτει γύρω στο 1 με 1,5 τρις καταθέσεων, τοποθετώντας μεγάλες απαιτήσεις στα διαθέσιμα κεφάλαια.
Η Ευρώπη μπορεί να χρειαστεί ικανότητα διάσωσης της τάξης των 3 τρισεκατομμυρίων ευρώ για να είναι αξιόπιστη. Οι πιθανές απαιτήσεις υπερβαίνουν τους διαθέσιμους πόρους.
Το Μεγάλο Όπλο της Ευρώπης…
Η μόνη άλλη πιθανή πηγή χρηματοδοτικής στήριξης είναι η ΕΚΤ. Έχει ήδη παράσχει πάνω από 1 τρις ευρώ σε βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις στις τράπεζες, μόνο μέσω του προγράμματος LTRO. Αυτά τα προγράμματα λήγουν στο τέλος του 2014 και στις αρχές του 2015. Μπορεί να χρειαστεί να αυξηθούν ή να επεκταθούν για τη χρηματοδότηση του αδύναμου τραπεζικού συστήματος.
Η ΕΚΤ έχει αγοράσει περίπου 210 δις ευρώ σε κρατικά ομόλογα υπό το Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων SMP. Τον Ιούλιο του 2012, η ΕΚΤ ανακοίνωσε το πρόγραμμα OMT (Αγοράς Κρατικών Ομολόγων) που επιτρέπει την αγορά απεριόριστων ποσοτήτων κρατικών ομολόγων. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε ότι: «στο πλαίσιο εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ότι χρειαστεί για να διατηρηθεί το ευρώ». Οι αγορές και οι επενδυτές υπέθεσαν ότι αυτό είναι το «μεγάλο όπλο» -μια ευρωπαϊκή εκδοχή της ποσοτικής χαλάρωσης «QE» και νομισματοποίησης του χρέους όπως είχε γίνει στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η ανακοίνωση του ΕΚΤ επέφερε σχετική σταθερότητα στην Ευρώπη για το δεύτερο εξάμηνο του 2012.
Ωστόσο το πρόγραμμα OMT έχει προϋποθέσεις. Η δράση της ΕΚΤ εξαρτάται από τη σχετική κυβέρνηση που ζητά επίσημα βοήθεια και συμφωνεί να συμμορφωθεί με τους όρους που ισχύουν σύμφωνα με τον ΕΜΣ και το ΕΤΧΣ. Αντί για την αποφυγή των πιέσεων της αγοράς, η ενεργοποίηση του μηχανισμού απαιτεί να χειροτερέψουν τα προβλήματα χρηματοδότησης των χωρών «υψηλού κινδύνου», προτού αναλάβει δράση η ΕΚΤ.
Η αγορές της ΕΚΤ θα περιοριστούν σε μικρές ή ενδιάμεσες διάρκειες. Αυτός ο όρος έχει σχεδιαστεί για να κάνει την παρέμβαση παρόμοια με την παραδοσιακή νομισματική πολιτική. Είναι επίσης σχεδιασμένος ώστε να μειώσει το κόστος των τραπεζικών δανείων που καθοδηγείται από τα πιο βραχυπρόθεσμα επιτόκια.
Η ΕΚΤ μπορεί επίσης να ορίσει ανώτατο όριο για την απόδοση ή το μέγεθος των αγορών της, πριν από κάθε παρέμβαση. Υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το αν η ΕΚΤ πρόκειται να παραιτηθεί από τη θέση της ως προτιμώμενος πιστωτής για τέτοιου είδους αγορές, σε περίπτωση αθέτησης ή αναδιάρθρωσης.
Το πρόγραμμα OMT αποκάλυψε σημαντικές διαιρέσεις εντός της ΕΚΤ. Ο Jens Weidmann, επικεφαλής της γερμανικής Bundesbank και πρώην σύμβουλος της καγκελαρίου, αντιτάχθηκε σε αυτό το μέτρο. Είναι γνωστό ότι και άλλα μέλη της ευρωζώνης νιώθουν άβολα με αυτό.
Η νομική βάση του προγράμματος OMT παραμένει αβέβαιη. Το Άρθρο 123 της Συνθήκης της Λισαβόνας απαγορεύει από την ΕΚΤ την απευθείας αγορά του εθνικού χρέους των κυβερνήσεων. Δε μπορούμε να αποκλείσουμε μελλοντικές νομικές προκλήσεις. Η υπέρβαση των νομικών ζητημάτων θα απαιτούσε χρονοβόρες τροποποιήσεις της Συνθήκης, και η υποστήριξη για κάτι τέτοιο δεν είναι εξασφαλισμένη.
Το OMT δεν έχει ενεργοποιηθεί μέχρι σήμερα. Το 2008, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χανκ Πόλσον είπε ότι αν όλοι γνωρίζουν ότι αν έχεις ένα «μπαζούκα» στην τσέπη σου μπορεί να μη χρειαστεί να το χρησιμοποιήσεις. Η ΕΚΤ έχει ποντάρει στο ότι η ανακοίνωση ότι είναι προετοιμασμένη να παρέμβει, θα αποκαταστήσει την πρόσβαση των περιφερειακών δανειοληπτών στην αγορά, και θα μειώσει τα επιτόκια που απαιτεί η αγορά. Το κόστος δανεισμού των πιο αδύναμων χωρών παραμένει πάνω από τα βιώσιμα επίπεδα. Η πραγματική πρόσβαση στην αγορά παραμένει αβέβαιη, λόγω της δραστηριότητας των τραπεζών που αγοράζουν κρατικά ομόλογα τα οποία μπορούν να χρηματοδοτηθούν με κέρδος από την ΕΚΤ.
Οι δηλώσεις του Προέδρου της ΕΚΤ κυριαρχούνται από δύο λέξεις: «μπορεί» και «επαρκής». Ο αναλυτής της αγοράς Carl Weinberg συνοψίζοντας τις δηλώσεις αυτές είπε: «Πρόκειται για μια υπόσχεση να γίνει κάτι απροσδιόριστο, σε μία απροσδιόριστη χρονική στιγμή, το οποίο περιλαμβάνει προγράμματα και θεσμούς οι οποίοι δεν έχουν εφευρεθεί ακόμα, με τρόπο που δεν έχει αποφασιστεί ακόμα».
Ο Κύριος Ντράγκι, ο οποίος χρίστηκε Πρόσωπο της Χρονιάς για το 2013 από τους Financial Times, δήλωσε μελοδραματικά για το πρόγραμμα OMT: «Πιστέψτε με, θα είναι αρκετό». Αναμφισβήτητα, οι αγορές θα τεστάρουν την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ. Όπως ήξερε κι ο αθλητής Γιόγκι Μπέρα: «Στη θεωρία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ θεωρίας και πράξης. Στην πράξη όμως υπάρχει.»
Αθόρυβη ενοποίηση…
Η κλίμακα των προβλημάτων, η ανεπάρκεια των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων και οι πολιτικές δυσκολίες, σημαίνουν ότι είναι απίθανο να δούμε αποφασιστικές ενέργειες για την επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Η πιο πιθανή πορεία γεγονότων περιλαμβάνει βαθύτερη οικονομική δυσπραγία, και για τις χώρες υψηλού κινδύνου αλλά και για τις πιο ισχυρές οικονομίες της ευρωζώνης.
Το πιθανότερο είναι να παραμείνει αδύναμη η πραγματική οικονομία -που βρίσκεται ήδη σε ύφεση- με χαμηλή ανάπτυξη και υψηλή και συνεχώς αυξανόμενη ανεργία. Οι βασικές επιρροές θα είναι τα προγράμματα λιτότητας και το αδύναμο παγκόσμιο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των επιβραδύνσεων στις αναδυόμενες οικονομίες. Άλλοι παράγοντες περιλαμβάνουν τον συνεχή περιορισμό της πίστωσης, καθώς οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναδιαρθρώνονται και «ξεφορτώνονται» περιουσιακά στοιχεία.
Τα χαμηλά επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας θα είναι ιδιαίτερα έντονα στις οικονομίες της περιφέρειας. Η αδυναμία αυτή θα μεταδοθεί στις ισχυρότερες οικονομίες, εξαιτίας της αδυναμίας εξαγωγών. Δεδομένου ότι οι μεγαλύτερες αγορές τους είναι εντός Ευρώπης και σε ύφεση, η Γερμανία και η Γαλλία θα αντιμετωπίσουν επίσης επιβραδύνσεις. Οι αυξημένες οικονομικές πιέσεις από την ανάγκη στήριξης των ασθενέστερων χωρών θα συμβάλλιυν επίσης στη συρρίκνωση.
Οι κυβερνήσεις στις υπό ρίσκο οικονομίες, δε θα φτάσουν τους στόχους ελλείμματος ή επιπέδου χρέους. Οι τράπεζες θα έρθουν αντιμέτωπες με αυξημένες απώλειες λόγω των χρεών και θα χρειαστούν εγχύσεις κεφαλαίου.  Και για τις κυβερνήσεις, και για τις τράπεζες, η πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα παραμείνει περιορισμένη. Το κόστος της εμπορικής χρηματοδότησης θα παραμείνει πάνω από τα προσιτά επίπεδα. Μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω ενίσχυση της χρηματοδότησης.
Τα μέλη της ευρωζώνης παραμένουν δεσμευμένα στην αποφυγή των αγνώστων κινδύνων της αθέτησης και της αποχώρησης χωρών από το ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η βοήθεια είναι επικείμενη, αν και παραμένει αβέβαια η μορφή της καθώς και οι όροι που θα τη συνοδεύουν.
Οι χώρες της περιφέρειας θα αναγκαστούν να βασιστούν στον ΕΜΣ και την ΕΚΤ για την παροχή χρηματοδότησης. Εκτός και αν αυξηθεί το μέγεθος του ΕΜΣ, η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να παρέχει χρηματοδότηση άμεσα και έμμεσα. Στην έμμεση περίπτωση, η ΕΚΤ θα παρέχει φθηνά κεφάλαια σε τράπεζες για να αγοράσουν κρατικά ομόλογα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρο για τη χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας.
Το TARGET2 («Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε Συνεχή Χρόνο») είναι ένα σύστημα πληρωμών για τον διακανονισμό της ροής κεφαλαίων μεταξύ χωρών της ευρωζώνης. Πριν από το 2008, τα ελλείμματα των μεμονωμένων κρατών χρηματοδοτούνταν από τράπεζες και επενδυτές. Από την αρχή της κρίσης, η έλλειψη εμπορικής χρηματοδότησης σημαίνει ότι οι κεντρικές τράπεζες στις ισχυρότερες χώρες έχουν χρησιμοποιήσει το TARGET2 για να χρηματοδοτήσουν τις χώρες της περιφέρειας, χωρίς πρόσβαση σε χρηματαγορές για τη χρηματοδότηση των εμπορικών ελλειμμάτων και της φυγής κεφαλαίων. Η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί.
Με τον καιρό, η χρηματοδότηση θα συγκεντρωθεί στα επίσημα όργανα της ευρωζώνης, την ΕΚΤ και το σύστημα TARGET2. Ο κίνδυνος θα μετατοπιστεί από τις περιφερειακές χώρες στον πυρήνα της ευρωζώνης, ιδιαίτερα στη Γερμανία και στη Γαλλία. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ότι οι ισχυρότερες χώρες είναι αυτές που βρίσκονται πίσω από κάθε μηχανισμό στήριξης.
Ο ΕΜΣ βασίζεται κυρίως στην στήριξη τεσσάρων χωρών: της Γερμανίας (27,1%), της Γαλλίας (20,4%), της Ιταλίας (17,9%) και της Ισπανίας (11,9%). Ο αναλυτής της αγοράς Grant Williams περιγράφει πεζά τις υπόλοιπες χώρες που στηρίζουν τον ΕΜΣ ως την «Ελλάδα, μια άλλη άσχετη, μία άλλη χώρα με την οποία δεν ασχολείται κανείς, ποιος νοιάζεται, δεν έχει καμία σημασία, κάπου κοντά στην Πολωνία, άκυρη, πάνω εκεί ψηλά, πρώην κάτι, φορολογικό καταφύγιο και κάπου με βουνά.» Αν η Ισπανία ή η Ιταλία χρειαστούν βοήθεια, τότε η ενδεχόμενη δέσμευση των υπολοίπων χωρών, ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Γερμανίας, θα αυξηθεί. Μία παρόμοια διαδικασία ισχύει και στην περίπτωση της ΕΚΤ.
Η Γερμανία είναι μακράν ο μεγαλύτερος πιστωτής του TARGET2. Η Ολλανδία, η Φινλανδία και το Λουξεμβούργο είναι οι άλλοι πιστωτές, με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης να είναι οφειλέτες στο πλαίσιο του συστήματος. Η τρέχουσα έκθεση της Bundesbank σε άλλες κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης είναι άνω των 750 δις ευρώ.
Οι καθαρές απαιτήσεις του TARGET2 δεν αποτελούν πραγματικό μέτρο του κινδύνου της Bundesbank. Το καθαρό υπόλοιπο θα χανόταν μόνο σε περίπτωση διάλυσης της ευρωζώνης και αν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες αρνηθούν να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Ο κίνδυνος είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Ωστόσο υπάρχει σαφής μετάβαση του κινδύνου χρηματοδότησης προς τις ισχυρότερες χώρες. Αυτό αποδυναμώνει, εν τέλει, την οικονομική τους θέση.
Η Γερμανία αποτελεί ένδειξη του μεγέθους του έργου. Οι γερμανικές εγγυήσεις που στηρίζουν το ΕΔΧΣ είναι 211 δις ευρώ. Ο ΕΜΣ θα απαιτεί εισφορά κεφαλαίου από τη Γερμανία. Αν ο ΕΜΣ δανείσει την πλήρη δέσμευσή του των 500 δις ευρώ και οι συμμετέχοντες αθετήσουν το χρέος τους, η ευθύνη της Γερμανίας θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και στα 280 δις ευρώ. Υπάρχει επίσης έμμεση έκθεση μέσω των διεκδικήσεων της ΕΚΤ και του TARGET2.
Το μέγεθος των ανοιγμάτων αυτών είναι μεγάλο, και σε σχέση με το ΑΕΠ της Γερμανίας (περίπου 2,5 δις ευρώ) και σε σχέση με τα ιδιωτικά γερμανικά περιουσιακά στοιχεία που εκτιμώνται σε 4,7 τρις ευρώ. Ακόμη, η Γερμανία έχει σημαντικά επίπεδα δικού της χρέους (περίπου 81% του ΑΕΠ). Η αύξηση των δεσμεύσεων ή των επιπέδων χρέους θα απορροφήσει και τις γερμανικές αποταμιεύσεις, παραλύοντας την οικονομία. Τα δημογραφικά στοιχεία της Γερμανίας, με τη γήρανση του πληθυσμού, προσθέτουν στα προβλήματά της.
Με την πάροδο του χρόνου, η μεταβίβαση των κινδύνων θα σημαίνει την εκ των πραγμάτων αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους και κρυφές οικονομικές μεταφορές.
Αυτό είναι ακριβώς το αποτέλεσμα που έχουν προσπαθήσει να αποφύγουν η Γερμανία και οι σύμμαχοί της.
Ένας κόσμος Πόνου…
Η de facto ενοποίηση μπορεί να βοηθήσει ώστε το Ευρωπαϊκό πρόβλημα του χρέους να γίνει πιο εύκολα διαχειρίσιμο.
Ως ενιαία μονάδα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ευρωζώνης είναι σχεδόν ισορροπημένο, το εμπορικό ισοζύγιό της έχει ένα μικρό πλεόνασμα, το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα είναι μικρό και το συνολικό επίπεδο χρέους, αν και υψηλό, είναι αρκετά διαχειρίσιμο. Περίπου 75% των εμπορικών συναλλαγών γίνονται μεταξύ κρατών-μελών, με τη βοήθεια της άρσης των εμπορικών φραγμών και του ενιαίου νομίσματος. Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ και ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς παγκοσμίως, πωλεί πάνω από 60% των προϊόντων της εντός της κοινής αγοράς, ένα μεγάλο μέρος σε άλλα μέλη της ευρωζώνης.
Ωστόσο, οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των επιμέρους μελών της ευρωζώνης στα επίπεδα εισοδημάτων, τα δημόσια οικονομικά, τα εξωτερικά ισοζύγια και τα επίπεδα χρέους, θα κάνουν απαραίτητη τη μεταφορά καθαρού πλούτου από τα πλουσιότερα στα ασθενέστερα κράτη-μέλη. Τα ισχυρότερα, και πιο φερέγγυα, μέλη θα χρειαστεί επίσης να εγγυηθούν τα δάνεια των ασθενέστερων χωρών. Παρά την εναντίωση σε τέτοιου είδους αλληλέγγυες υποχρεώσεις των καθαρών δανειστών όπως η Γερμανία, η Φινλανδία και η Ολλανδία, η διαδικασία αυτή φαίνεται να αποτελεί και την πιο πιθανή έκβαση.
Η αθόρυβη ενοποίηση θα έχει σημαντικό κόστος. Για τις περιφερειακές χώρες, η χρηματοδότηση θα είναι διαθέσιμη, αν και σε δόσεις οι οποίες θα κρατούν την χώρα-παραλήπτη ίσα-ίσα εν ζωή και θα παρατείνουν την ταλαιπωρία της. Θα χρειαστεί η τήρηση αυστηρών πολιτικών λιτότητας, οι οποίες μπορεί να βουλιάξουν τις οικονομίες σε βαθιά ύφεση.
Το βιοτικό επίπεδο θα μειωθεί από την εσωτερική υποτίμηση. Στην περίοδο από την εισαγωγή του ευρώ, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη Γερμανία αυξήθηκε κατά 7-8% σε σχέση με 30% στην Ιταλία, 35% στην Ισπανία και 42% στην Ελλάδα. Οι αυξήσεις αυτές πρέπει να αντιστραφούν για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα. Οι συνθήκες απασχόλησης, οι συνταξιοδοτικές παροχές και οι κοινωνικές παροχές που παρέχονται από το κράτος θα γίνουν λιγότερο γενναιόδωρες. Οι φόροι θα αυξηθούν, μειώνοντας το εισόδημα μετά το φόρο.
Στις ισχυρότερες χώρες, οι αποταμιευτές θα δουν την αξία των αποταμιεύσεών τους να πέφτει. Θα υποστούν και αυτοί τις απώλειες των κοινωνικών υποδομών καθώς οι αποταμιεύσεις και το εισόδημα, κατευθύνονται στην στήριξη πιο αδύναμων μελών της ευρωζώνης. Καθώς η ενοποίηση θα γίνεται πραγματικότητα, οι απλοί Γερμανοί θα ανακαλύψουν την πραγματικότητα μιας παλιάς παροιμίας: «αν μείνεις θα σε φάει το θηρίο, αν τρέξεις να σωθείς θα σε πιάσει».
Η Ευρώπη θα βρεθεί «κλειδωμένη» σε μία περίοδο υποτονικής οικονομικής δραστηριότητας και υψηλής ανεργίας. Η χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης, κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία, επηρεάζονται όλο και περισσότερο από τα προβλήματα της υπόλοιπης Ευρώπης. Στις αρχές του 2013, ο Joerg Asmussen, μέλος του συμβουλίου της ΕΚΤ, προέβλεψε ότι η Γερμανία μπορεί να γίνει ο «Ασθενής της Ευρώπης» αν τα προβλήματα συνεχιστούν.
Η στεγνή γλώσσα της οικονομίας κρύβει πίσω της έναν κόσμο ανθρώπινου πόνου, καθώς η ζωή θα μετατραπεί σε έναν ζοφερό αγώνα για επιβίωση. Τα ποσοστά ανεργίας, που σε ορισμένες χώρες πλησιάζουν το 30% και το 50% για άτομα κάτω των 25 ετών, θα τροφοδοτήσουν την αύξηση της αστάθειας. Η κοινωνική αναταραχή και οι συγκρούσεις είναι πιθανές. Η αγωνιστική αντιπολίτευση στη λιτότητα και οι πτώσεις στο βιοτικό επίπεδο θα συνεχιστούν.
Δημοσκοπήσεις τοποθετούν τα μεγάλα πολιτικά κόμματα σε πολλές χώρες κάτω από το 50% της συνολικής ψήφου, οδηγώντας σε ασταθείς συνασπισμούς που κάνουν δύσκολη τη λήψη αποφάσεων. Όπως σημείωσε ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν Κλοντ Γιούνκερ: «Όλοι γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε, απλά δεν ξέρουμε πώς να επανεκλεγούμε αφού το κάνουμε.»
Το πολιτικό περιβάλλον ευνοεί τα πολιτικά κόμματα που υποστηρίζουν πιο ριζοσπαστικές δράσεις, όπως την εγκατάλειψη του ευρώ ή την αθέτηση του χρέους. Η εναντίωση στη μετανάστευση και τις πολιτισμικές μειονότητες, πολλές φορές παίρνει τη μορφή βίαιης δράσης, και αυξάνεται. Αυτές είναι οι πραγματικότητες που μπορεί να καθορίσουν το μέλλον της Ευρώπης, περισσότερο από ότι τα οικονομικά.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες είναι όλο πιο αισιόδοξοι στα λόγια: η κρίση της ευρωζώνης είναι «στο παρελθόν»· τα προβλήματα έχουν «επιλυθεί». Μόνο η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ακούγεται επιφυλακτική, υποστηρίζοντας ότι η κρίση είναι πιθανό να συνεχιστεί για πολλά χρόνια. Αυτή μπορεί να είναι μία τακτική αναγνώρισης του κόστους της κρίσης για τη Γερμανία. Μπορεί επίσης να είναι μία στρατηγική για να προετοιμάσει τους Γερμανούς για την σκληρή πραγματικότητα του πιθανού φινάλε.
Ενώ η εκ των πραγμάτων ενοποίηση είναι η πιθανή έκβαση, η ομαλή μετάβαση δεν είναι εγγυημένη. Οι ταμειακές εκροές των πραγματικών μετρητών στα πολιορκούμενα έθνη, οι πρώτες απαιτήσεις για το γερμανικό προϋπολογισμό, οι σημαντικές υποβαθμίσεις των κρατών του πυρήνα της ευρωζώνης, ή μία αύξηση του πληθωρισμού και των τιμών μπορεί να αλλάξουν γρήγορα την δυναμική. Αν οι ψηφοφόροι στη Γερμανία και σε άλλα ισχυρά κράτη συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα της συγκέντρωσης του χρέους και τις διαρθρωτικές μεταφορές πλούτου, τότε το αποτέλεσμα μπορεί να είναι διαφορετικό. Η συνεχιζόμενη επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας που απαιτεί περαιτέρω διασώσεις, καθώς και τα μη βιώσιμα επίπεδα ανεργίας και η κοινωνική κατάρρευση, μπορεί να προκαλέσουν ακόμα και την αποκήρυξη των χρεών, αθετήσεις ή την κατάρρευση του ευρώ και της ευρωζώνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου